Ισπανικά → Αγγλικά - sesudo adj. sensible, brainy » Παραδείγματα Ισπανικά → Γερμανικά - sesudo a. besonnen, vernünftig, gescheit » Παραδείγματα Ισπανικά → Ρωσικά - sesudo adj. умный » Παραδείγματα Ισπανικά → Κορεατικά - sesudo adj. 분별 있는, 머리가 좋은 » Παραδείγματα