Ισπανικά → Αγγλικά - sembrado adj. laid; besprent » Παραδείγματα Ισπανικά → Γερμανικά - sembrado n. saatfeld, ackerfeld a. besät, übersät » Παραδείγματα Ισπανικά → Ρωσικά - sembrado n. посев » Παραδείγματα Ισπανικά → Κορεατικά - sembrado n. 파종지 » Παραδείγματα