Γαλλικά → Αγγλικά - labeur (m) n. labor, toil; hard work, travail » Παραδείγματα Γαλλικά → Γερμανικά - labeur n. arbeit: harte arbeit, tagewerk, schaffen » Παραδείγματα Γαλλικά → Ρωσικά - labeur n. работа (m) » Παραδείγματα Γαλλικά → Τουρκικά - labeur [le] emek » Παραδείγματα