Αγγλικά → Αγγλικά - in truth in all honesty, actually, as a matter of fact » Παραδείγματα Αγγλικά → Γαλλικά - in truth en vérité, en fait » Παραδείγματα Αγγλικά → Γερμανικά - in truth die Wahrheit ist » Παραδείγματα Αγγλικά → Ιταλικά - in truth in verita » Παραδείγματα Αγγλικά → Πορτογαλικά - in truth na verdade » Παραδείγματα Αγγλικά → Ρουμανικά - in truth adv. într-adevăr » Παραδείγματα Αγγλικά → Ρωσικά - in truth действительно, поистине » Παραδείγματα Αγγλικά → Ισπανικά - in truth En realidad » Παραδείγματα Αγγλικά → Τουρκικά - in truth hakikaten » Παραδείγματα Αγγλικά → Ολλανδικά - in truth in waarheid, inderdaad » Παραδείγματα Αγγλικά → Κινεζικά - in truth 真实地; 实在 » Παραδείγματα Αγγλικά → Κινεζικά - in truth 真實地; 實在 » Παραδείγματα Αγγλικά → Ιαπωνικά - in truth 本当に; 実は » Παραδείγματα