Αγγλικά → Αγγλικά - human being person, human » Παραδείγματα Αγγλικά → Γαλλικά - human being n. êtres humains » Παραδείγματα Αγγλικά → Γερμανικά - human being Mensch » Παραδείγματα Αγγλικά → Ινδονησιακά - human being n. manusia, insan » Παραδείγματα Αγγλικά → Ιταλικά - human being s. umano : essere umano (m) » Παραδείγματα Αγγλικά → Πορτογαλικά - human being s. ser humano » Παραδείγματα Αγγλικά → Ρουμανικά - human being n. fiinţă umană » Παραδείγματα Αγγλικά → Ρωσικά - human being человек » Παραδείγματα Αγγλικά → Ισπανικά - human being s. humano: ser humano (m) » Παραδείγματα Αγγλικά → Τουρκικά - human being i. insanlar » Παραδείγματα Αγγλικά → Ολλανδικά - human being menselijk wezen » Παραδείγματα Αγγλικά → Αραβικά - human being إنسان، البشر، إنسان بشر أو شخص، مخلوق بشري » Παραδείγματα Αγγλικά → Κινεζικά - human being 人类 » Παραδείγματα Αγγλικά → Κινεζικά - human being 人類 » Παραδείγματα Αγγλικά → Χίντι - human being n. मनुष्य, मानव, मानस » Παραδείγματα Αγγλικά → Ιαπωνικά - human being (名) 人間, 人 » Παραδείγματα Αγγλικά → Κορεατικά - human being 명. 인류 » Παραδείγματα