Ισπανικά → Αγγλικά - dichoso adj. happy, blissful » Παραδείγματα Ισπανικά → Γερμανικά - dichoso a. glücklich, beglückt, glückselig, freudig, selig, leidig, verflixt, verdammt, verflucht » Παραδείγματα Ισπανικά → Ρωσικά - dichoso adj. счастливый » Παραδείγματα Ισπανικά → Κορεατικά - dichoso adj. 행복한 » Παραδείγματα