Πορτογαλικά → Αγγλικά - afilado adj. thin, flimsy » Παραδείγματα Ισπανικά → Αγγλικά - afilado adj. sharp; keen » Παραδείγματα Ισπανικά → Γαλλικά - afilado (objetos) affilé; pointu » Παραδείγματα Ισπανικά → Γερμανικά - afilado a. scharf, spitz, spitzig, schmal » Παραδείγματα Ισπανικά → Ρωσικά - afilado adj. отточенный » Παραδείγματα Ισπανικά → Κορεατικά - afilado adj. 날카로운 » Παραδείγματα