matter στα Ελληνικά

ρήμ. σημαίνω
παράδειγμα ποινές
I would have to consult with my mother as she had more experience with these matters, but something told me, the mystery of the Pharaoh’s recent illness was about to be solved.
Θα έπρεπε να ρωτήσω την μητέρα μου που είχε μεγαλύτερη εμπειρία με τα θέματα αυτά, αλλά κάτι μου έλεγε, ότι το μυστήριο της πρόσφατης ασθένειας της Φαραώ επρόκειτο να λυθεί.




He wants to help young people have the same education opportunities no matter where they live.
Θέλει να βοηθήσει τους νέους ανθρώπους να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από το που ζουν.




It doesn’t matter if you are a teenager still, if you want success, it’s possible you will get it.
Δεν έχει σημασία αν ακόμα είστε έφηβος, αν θέλετε την επιτυχία, είναι πιθανό να την έχετε.




You will make a difference, and it doesn’t matter how big or small it is.
Θα κάνετε τη διαφορά και δεν έχει σημασία πόσο μεγάλη ή μικρή είναι.




Your friends will always support you no matter what, because this is what good friends do.
Οι φίλοι σας θα σας στηρίζουν πάντα, ότι κι αν γίνει, διότι αυτό κάνουν οι καλοί φίλοι.




Soon the whole village knew that I was the expert in matters of cinema.
Σύντομα ολόκληρο το χωριό γνώριζε ότι ήμουν εμπειρογνώμονας σε θέματα του κινηματογράφου.




As a matter of fact, something was moving me already, and I was attracted to him, but I couldn't find the words to express my joy, even though my eyes betrayed me and he noticed it.
Στην πραγματικότητα, κάτι με παρακινούσε ήδη, και με είχε προσελκύσει σε αυτόν, αλλά δεν μπορούσα να βρω λόγια για να εκφράσω την χαρά μου, έστω και αν τα μάτια μου με πρόδιδαν και αυτός το πρόσεξε αυτό.




It didn’t matter what kind of cheese it was – goat, ewe, blue, cow – if it was available I would eat it.
Δεν έχει σημασία τι είδος τυριού ήταν - κατσικίσιο, πρόβειο, μπλε, αγελαδινό - αν ήταν διαθέσιμο θα το έτρωγα.




As a matter of fact, I haven't eaten anything since this morning.
Επί τη ευκαιρία, δεν έχω φάει τίποτα από σήμερα το πρωί.




I don't want to be involved in that matter.
Δε θέλω να εμπλακώ σε αυτή την ιστορία.




Συνώνυμα
2. substance: material, element, medium, body, stuff, thing, substantiality
3. trouble: difficulty, distress, perplexity
4. subject: topic, content, essence, focus, theme, resolution, interest
5. pus: sore, infection, maturation
6. count: value, mean, signify, weigh, import
7. discharge pus: fester, decay