help στα Ελληνικά

ρήμ. βοηθώ
παράδειγμα ποινές
Even worse, I had to do it with the help of my ten year old brother!
Ακόμη χειρότερα, έπρεπε να το κάνω με τη βοήθεια του δεκάχρονου αδερφού μου!




However, I couldn’t help questioning how long this happiness would last.
Ωστόσο, άθελα μου αναρωτιόμουν πόσο θα κρατούσε αυτή η χαρά.




I couldn’t help but worry.
Δεν μπορούσα να μην ανησυχώ.




“I want you to go with Tibby and help gather her things.”
"Θέλω να πας με την Τίμπυ και να την βοηθήσεις να μαζέψει τα πράγματα της".




I would watch the cooks as they cooked and help with preparation as needed.
Παρακολουθούσα τους μάγειρες καθώς μαγείρευαν και βοηθούσα με την προετοιμασία όταν χρειαζόταν.




When I worked in the kitchen helping the cooks I paid close attention to detail.
Όταν δούλευα στην κουζίνα βοηθώντας τους μάγειρες έδινα μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια.




He helps young people around the world learn through the Internet.
Βοηθάει τους νέους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να μάθουν μέσω του Διαδικτύου.




He wants to help young people have the same education opportunities no matter where they live.
Θέλει να βοηθήσει τους νέους ανθρώπους να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από το που ζουν.




She helps promote a healthy body image.
Βοηθάει στην προώθηση μίας υγιούς εικόνας του σώματος.




So, not only were they able to make more space in their homes, they were also able to help other people who were less fortunate than they are.
Έτσι, όχι μόνο ήταν σε θέση να κάνουν περισσότερο χώρο στα σπίτια τους, ήταν επίσης σε θέση να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους που ήταν λιγότερο τυχεροί από ό, τι είναι αυτοί.




Συνώνυμα
2. assistance: aid, relief, support, succour, guidance, backing, advice
3. ease: foster, further, promote, facilitate
4. relieve: alleviate, cure, heal, improve, remedy, restore, better
5. avoid: refrain from, forbear