brave στα Ελληνικά

ρήμ. αψηφώ
επίθ. ανδρείος, γενναίος
παράδειγμα ποινές
A pair of strong horses trained for war, would pull a chariot carrying two brave soldiers.
Δύο δυνατά άλογα εκπαιδευμένα για πόλεμο, έσερναν ένα άρμα που μετέφερε δύο γενναίους στρατιώτες.




He is brave enough to go there by himself.
Είναι αρκετά γενναίος ώστε να πάει εκεί μόνος του.




He is strong, brave and, above all, kind.
Αυτός είναι δυνατός, γενναίος και προπαντός, ευγενικός.




I'm not so brave.
Δεν είμαι τόσο γενναίος.




Around 600 young people spent yet another night in tents on ‘October’ Square in Minsk, braving a temperature of minus 10 degrees.
Περίπου 600 νέοι πέρασαν άλλη μια νύχτα σε σκηνές στην Πλατεία του Οκτώβρη στο Μινσκ, παρά τη θερμοκρασία των μείον 10 βαθμών Κέλσιου.




I call on our Finnish President-in-Office to be brave and stand by his signature.
Ζήτησα από τον φινλανδό Προεδρεύοντά μας να φανεί γενναίος και να εμμείνει στην υπογραφή του.




'Don't forget us' is what your brave countrymen said.
"Μην μας ξεχνάτε" δήλωσαν οι γενναίοι συμπατριώτες σας.




For the main thing is this: not the brave resolve, not the heroic daring, but what shines in their eyes: a glad relief.
Διότι αυτό που έχει σημασία είναι το εξής: όχι η ατρόμητη αποφασιστικότητα ή η ηρωική τόλμη, αλλά αυτό που λάμπει στα μάτια τους: το αίσθημα αγαλλίασης.




in writing. The Spanish peace process is a brave and necessary initiative.
γραπτώς. - (EN) " ειρηνευτική διαδικασία στην Ισπανία αποτελεί μια γενναία και αναγκαία πρωτοβουλία.




The time has come for brave and bold decisions that will bring about drastic measures which can secure significant results.
Ήρθε η ώρα για γενναίες και τολμηρές αποφάσεις που θα επιφέρουν δραστικά μέτρα, τα οποία μπορούν να εξασφαλίσουν σημαντικά αποτελέσματα. "




Συνώνυμα
2. courageous: defiant, bold, game, chivalrous, hardy, confident, stalwart
3. warrior: hero, stalwart, soldier, knight
4. face: challenge, risk, dare, confront, defy, court